εποχος

εποχος
    ἔποχος
    2
    1) едущий
    

(ναῶν, ἅρμασιν Aesch.)

    λόγος μανίας ἔ. Eur. — безумная речь

    2) твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой
    

(γυνή Arph.)

    ἐπόχους ἥ θήρα ἀποδείκνυσι Xen. — охота воспитывает всадников с твердой посадкой;
    ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. — опытный всадник

    3) удобопроходимый
    

ποταμὸς ναυσὴ μεγάλαις ἔ. Plut. — река, проходимая для больших судов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εποχος" в других словарях:

  • έποχος — ἔποχος, ον [επ έχω] (Α) 1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.) 2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο 3. ο γυμνασμένος στην ιππασία 4. πλωτός 5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός …   Dictionary of Greek

  • Ἔποχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔποχος — veho masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόχως — ἔποχος veho adverbial ἔποχος veho masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόχου — Ἔποχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόχους — Ἔποχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπόχους — ἔποχος veho masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόχων — Ἔποχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόχως — Ἔποχος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπόχῳ — Ἔποχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔποχοι — Ἔποχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»